Το γεγονός ότι το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και δεν έχει βρει ακόμη έναν δρόμο ώστε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και των ραγδαίων εξελίξεων, μόνο κάποιος παντελώς ανενεργός και παραιτημένος πολιτικά, κάποιος μη εμπλεκόμενος με ουσιαστικό τρόπο στην καθημερινή πολιτική παρέμβαση δεν αντιλαμβάνεται.
Το ερώτημα που επόμενα γεννάται αφορά στις ευθύνες των πρωτοπόρων κομματιών του φοιτητικού κινήματος, με σημαντικότερες εξ αυτών τις δυνάμεις της ΕΑΑΚ πανελλαδικά. Η αγωνία σχετικά με το μέλλον της ΕΑΑΚ μπορεί και πρέπει να σχετίζεται με την αγωνία για μαχητική και νικηφόρα ανάκαμψη του φοιτητικού κινήματος και αφορά κάθε σχήμα της ΕΑΑΚ και κάθε σύντροφο που συμμετέχει σε αυτήν, αλλά θα είμαστε τυφλοί αν δεν δούμε πως σε μεγάλο βαθμό αφορά και τους φοιτητές που είτε αποστρατεύονται, είτε συμμετέχουν ελάχιστα ή καθόλου στα σχήματά της.
Η συρρίκνωση της απεύθυνσης της ΕΑΑΚ δεν πρέπει ούτε να αποσιωπάται, ούτε να μας οδηγεί σε πολιτική απαισιοδοξία. Προϋπόθεση αυτού είναι η ειλικρινής, ανοιχτή, δημοκρατική και συντροφική προσπάθεια ανάγνωσης των ελλείψεων και αδυναμιών της. Λαμβάνοντας υπόψη την σημερινή εμπειρία στην περιοχή του Βόλου, αυτό που γίνεται φανερό είναι μια προβληματική στο ζήτημα της προοπτικής. Η προαναφερθείσα συρρίκνωση δεν είναι τίποτα άλλο από απόδειξη μιας προοπτικής που είναι τουλάχιστον κακή εκτίμηση να θεωρείται ότι οι ‘αδαείς’ φοιτητές δεν αντιλαμβάνονται την ορθότητά της.
Οι φοιτητές που αδιαφορούν, καταγγέλλουν ή μισούν τη γραφειοκρατικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων, δεν μπορεί να θεωρούνται ‘εχθροί’ του φοιτητικού κινήματος. Ιδιαίτερα όταν τέτοιες εκρήξεις οργής για τα θεσμικά όργανα θεωρείται ότι ταυτίζονται με τη λογική του ΜΑΣ(φοιτητικό ΠΑΜΕ), που μιλά παντού και πάντα για εκφυλισμένες γενικές συνελεύσεις μόνο και μόνο επειδή αδυνατεί να τις ελέγξει. Αντίστοιχα στο εργατικό κίνημα, οι εργαζόμενοι που αδιαφορούν, καταγγέλλουν ή μισούν τα σωματεία, δεν είναι προδότες αλλά εξοργισμένοι και αηδιασμένοι με κάθε οργανωμένη δομή που δεν τους εξέφρασε ποτέ και που ποτέ δεν πάλεψε για τα συμφέροντά τους.
Τουναντίον, η εμμονή στη δημιουργία νέων σωματείων με σκοπό ‘να πάρουμε τις διοικήσεις τους’, η εμμονή συμμετοχής μόνο ως «φορείς» σε κάθε συνελευσιακού τύπου πρωτοβουλία και επιτροπή είναι ακριβώς η λογική του ΠΑΜΕ. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι εμμένοντες σε αυτή την αντίληψη, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν είχαν κάνει σημαία τους την ‘αναγκαιότητα μιας συνεργασίας’ με αυτό. Είναι πέρα για πέρα πραγματικότητα ότι δεν υπάρχουν συλλογικά όργανα μέσα στο εργατικό κίνημα και ότι, όπου υπάρχουν, έχουν ενσωματωθεί στο αστικό κράτος. Κι είναι τουλάχιστον αυταπάτη το να βλέπει κανείς, σαν τη μόνη απάντηση σ’ αυτό, το να φτιαχτούν επιτέλους μαχητικές(;) διοικήσεις(;) στα ήδη υπάρχοντα σωματεία. Μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής χρεοκοπίας και διάλυσης των σωματείων, πρόκειται απλώς για τη λογική της αλλαγής των συσχετισμών στο άγνωστο μέλλον.
Σχετικά με το πολιτικό σχέδιο, η ΕΑΑΚ τείνει να υπερθεματίζει πάνω στο, έτσι κι αλλιώς, ξοφλημένο πολιτικό σχέδιο των άλλων και ξεχνά να δει αν επαληθεύεται το δικό της. Από την δημιουργία του πολιτικού μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μετά, το πολιτικό μας σχέδιο τείνει να ταυτίζεται με το πολιτικό σχέδιο της λεγόμενης –όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε- ‘αντικαπιταλιστικής αριστεράς’. Με αυτόν τον τρόπο όπου να ’ναι, κατά τα πρότυπα της Επιτροπής Σοφών της Κατσέλη, το μόνο που θα μας μένει θα είναι η συλλογή υπογραφών για τη δημιουργία της περίφημης Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου που προωθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και που αυτό που ζητά είναι η διαγραφή του ‘επαχθούς’ χρέους και η διατήρηση του ‘νόμιμου και υγιούς’, αλλά πάντα καπιταλιστικού, κομματιού του.
Αν η ΕΑΑΚ στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία, στη σύνθεση και στη συνδιαμόρφωση, μάλλον μια καθόλα κακώς νοούμενη «συνδιαμόρφωση» μας κατατάσσει όλους σε αυτή την ‘αντικαπιταλιστική αριστερά’, στην οποία κάποιοι από μας δεν ανήκουμε.
Παράλληλα γίνεται προσπάθεια, με τον πιο στενόμυαλο τρόπο, να ανοίξει μια κουβέντα πάνω στις συμμαχίες, προκειμένου να καταγγελθούν σύντροφοι που προωθούν την ενότητα στη δράση με τον χώρο της αναρχίας. Πάνω σε αυτό διερωτώνται ορισμένοι σύντροφοι στο Βόλο αν «η αντικαπιταλιστική αριστερά συμμετείχε ποτέ σε συμμαχίες χωρίς κριτήρια». Το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι ρητορικό όταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετέχει το σοσιαλδημοκρατικό ΣΕΚ, όταν στις ΔΕΘ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμπορεύεται με τη ΓΣΕΕ κι όταν μέχρι πριν λίγο καιρό η ‘διεισδυτική’ πολιτική ματιά της ξεπατίκωνε τις αναλύσεις του Καζάκη που σήμερα είναι στη ΣΠΙΘΑ μαζί με όλο τον, λανθάνοντα ή μη, πατριωτικό συρφετό. Κι όταν σήμερα οι αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί οικονομολόγοι», δηλαδή το νέο ‘πουλέν’ Λαπαβίτσας τα βρίσκουν με τους λαφαζανικούς της ΙΣΚΡΑ και διοργανώνουν διήμερα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Κάπως έτσι φτάνει κι η στιγμή να υπονοείται ζήτημα διαγραφής(!), εκείνου που θεωρείται ότι «στρέφεται εναντίον της ΕΑΑΚ», μάλλον επειδή δεν εγκρίνει τις παραπάνω συμμαχίες. Κι αυτό χέρι-χέρι με μια πρωτοφανή αντισυντροφική έκθεση της πολιτικής του οργάνωσης, σε κρίσιμες μάλιστα για την ΕΑΑΚ στιγμές, όπως η περίπτωση της σταλινικής επίθεσης της ΚΝΕ εναντίον της ΕΑΑΚ πανελλαδικά.
Επί του πρακτέου, αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι ποιο είναι σήμερα το σχέδιο της ΕΑΑΚ για την αντιμετώπιση του νόμου της Διαμαντοπούλου και κάθε πολιτικής του υπουργείου Παιδείας αλλά και για την καταστροφή της ζωής μας και των γονιών μας, αφού και τα δυο μας καταδικάζουν σε μια στέρηση χωρίς μέλλον; Αν το πολιτικό σχέδιο εκπονηθεί από εκείνους που κουτρουβαλούν πολιτικά λέγοντας πως δεν υπάρχει κρίση, μετά ότι η κρίση είναι πλασματική και απλώς ένα σχέδιο του κεφαλαίου για ‘να επιτεθούν στις κατακτήσεις’, ακόμη πιο μετά ότι μάλλον υπάρχει και τώρα ότι είναι υπαρκτή και μπορούμε να την ξεπεράσουμε με διάφορα ‘σχέδια εξόδου’ με ‘αντικαπιταλιστικές’ μεθόδους αλλά πάντα μέσα στον καπιταλισμό, τότε τα πάντα έχουν προεξοφληθεί κι άρα δεν υπάρχει καμιά επειγότητα σε τίποτα και το μόνο πολιτικό σχέδιο που έχουμε είναι να ψηφίσουμε ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι θεωρίες για μικρές νίκες, ρήξεις και ανατροπές είναι η θεωρία των σταδίων του ΚΚΕ, τη στιγμή που η αραβική επανάσταση έχει αποδείξει ότι δεν συμβαίνει έτσι.
Γι αυτούς και για ένα σωρό ακόμη λόγους, πρέπει να δηλωθεί πως κάποιοι δεν ανήκουμε στην ‘αντικαπιταλιστική αριστερά’, μια ρεφορμιστική αριστερά που έχει χάσει επαφή με τον τόπο και το χρόνο, δεν εμπλέκεται σε πλήθος αγώνων, αρνείται να συμμετάσχει στην πραγματικότητα των κινημάτων. Κι αυτό γιατί επιλέγουμε να ανήκουμε στην επαναστατική κομμουνιστική αριστερά και πουθενά αλλού.
Εφόσον η ΕΑΑΚ παραμένει και ενιαία και ανεξάρτητη και αριστερή και κίνηση, μπορεί και πρέπει να απορρίψει τις προσπάθειες παραταξιοποίησής της και μετατροπής της σε φοιτητική έκφραση του ενός ή άλλου πολιτικού μετώπου οργανώσεων. Και ταυτόχρονα οφείλει να καταδικάσει τη χυδαιότητα στην πολιτική σκέψη, την αδράνεια στη πολιτική δράση και μια ‘αντικαπιταλιστική’ αριστερά του συστήματος. Μόνο έτσι θα πάρουμε την τύχη της ΕΑΑΚ στα χέρια μας και θα μπορέσουμε να βρούμε τους δρόμους για την ανάπτυξη ενός φοιτητικού κινήματος που θα συμβαδίζει με την πραγματικότητα της επανάστασης στο σήμερα.
α.δ., ΕΑΑΚίτισσα από το 2001, οργανωμένη πολιτικά στο ΕΕΚ από το 2009