Η
ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1910-1920
Στις 8 Αυγούστου του 1879 γεννήθηκε στο
χωριό Ανεκουίλκο του Μεξικό ο Εμιλιάνο Ζαπάτα ή ορθότερα Εμιλιάνο Ζαπάτα
Σαλαζάρ. Πρόκειται για τον γνωστό αρχηγό της Μεξικανικής Επανάστασης που έγινε
ζωντανό σύμβολο αγώνα για δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.
Αφορμή για την σημερινή αναφορά στην
Μεξικάνικη Επανάσταση στέκεται η συγκεκριμένη ημερομηνία. Ως κύριο κριτήριο
όμως για αυτήν βάζουμε την ανάγκη να θυμόμαστε τις μεγάλες επαναστάσεις των
καταπιεζόμενων ανά την υφήλιο μαζών, να προσπαθούμε όχι απλώς να κάνουμε μια
επανάληψη της πορείας τους αλλά κυρίως να βλέπουμε τα σημεία που έκαναν την
έκβασή τους επιτυχή σε κάποιες περιπτώσεις καθώς και τα λάθη που οδήγησαν άλλες
σε αποτυχία.
Όσον αφορά την επανάσταση στο Μεξικό αιτία
στάθηκε, για άλλη μια φορά, η θέληση μιας πολύ μικρής μερίδας ανθρώπων να
ορίζουνε τις ζωές εκατομμυρίων άλλων. Στο Μεξικό του 1910, το 81% της γης ήταν
ιδιοκτησία των λατιφούντιων, με μια χούφτα μεγάλων γαιοκτημόνων να ορίζουνε
ολόκληρο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τη χώρα την κυβερνούσε ο Πορφύριο Ντιάζ, που
εκλεγόταν πρόεδρος επί 30 συναπτά έτη, με στημένες εκλογές.
Τα λατιφούντια άρπαζαν την γη των χωριών επί
δεκαετίες και μετέτρεπαν τους χωρικούς σε κολίγους, εργάτες γης ή
περιπλανώμενους εργάτες που έβρισκαν δουλειές είτε στη πόλη είτε στην ύπαιθρο.
Για τις κοινότητες των Ινδιάνων, το άρπαγμα της γης, των δασών και των ποταμών
σήμαινε κυριολεκτικά πολέμους εξόντωσης ολόκληρων κοινοτήτων και φυλών.
Όλα αυτά θυμίζουνε φεουδαρχία, αλλά το
Μεξικό είχε ήδη μπει στο δρόμο του καπιταλισμού. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο
συναντούσε κανείς τις πιο προχωρημένες μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης,
μεγάλους σιδηρόδρομους, εργοστάσια ηλεκτρικού, πετρελαιοπηγές, δεμένες με τις
μορφές της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης που περιέγραφε ο Μαρξ για την
αυγή του καπιταλισμού. Τα ίδια τα λατιφούντια ήταν τεράστιες επιχειρήσεις που
παρήγαγαν προϊόντα για την εθνική αλλά κυρίως για την παγκόσμια αγορά. Στην
Πολιτεία Μορέλος, το λίκνο της Ζαπατιστικής εξέγερσης, οι γαιοκτήμονες είχαν
φτιάξει 24 σύγχρονα εργοστάσια ζάχαρης.
Η παγκόσμια κρίση του 1907 είχε ξεκινήσει με
την ραγδαία άνοδο της τιμής του χαλκού μετά τον καταστροφικό σεισμό στο Σαν
Φρανσίσκο το 1906. Ο χαλκός ήτανε το κυρίως χρησιμοποιούμενο μέταλλο στην
ηλεκτροδότηση, που είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς. Η απότομη και συγχρόνως
τεράστια αύξηση της τιμής του είχε σαν αποτέλεσμα τα επιτόκια να ανέβουνε στο
δυσθεώρητο ύψος του 125 %. Έτσι χτυπήθηκε σκληρά και η μεξικάνικη οικονομία
αρχίζοντας έτσι ένα κύμα απεργιών στις μεξικανικές πόλεις. Η δυσαρέσκεια των
μεξικανών αγροτών που έτσι κι αλλιώς υπέβοσκε άρχισε να κοχλάζει. Μέσα σε αυτές
τις συνθήκες ένα κομμάτι της άρχουσας τάξης αποφάσισε ότι μερικά πράγματα
πρέπει να αλλάξουν για να ηρεμήσει ο λαός. Το σημείο που εκφράστηκε αυτή η
διαφωνία ήταν οι εκλογές του 1910.
Ήτανε τότε που ένας γόνος μια πλούσιας
οικογένειας γαιοκτημόνων-βιομηχάνων, ο Φρανσίσκο Μαδέρο, έβαλε υποψηφιότητα
ενάντια στον Ντιάζ. Φυσικά οι εκλογές ήταν και πάλι στημένες, ο Μαδέρο
φυλακίστηκε και βρήκε καταφύγιο στις ΗΠΑ. Από κει αποφάσισε να οργανώσει την
ένοπλη ανατροπή του Ντιάζ. Τον Φλεβάρη μπήκε στο Μεξικό επικεφαλής μιας μικρής
ένοπλης δύναμης. Μέσα σε λίγους μήνες ο Ντιάζ παραιτήθηκε και ο Μαδέρο έγινε
πρόεδρος μετά από κανονικές εκλογές τον Νοέμβρη.
Το ρήγμα στους κόλπους της άρχουσας τάξης
είχε πυροδοτήσει την αγροτική εξέγερση. Οι δυο κύριες μορφές της ήτανε ο
Φρανσίσκο «Πάντσο» Βίγια στο βορρά και ο Εμιλιάνο Ζαπάτα στο νότο.
Ο Ζαπάτα ήταν ηγέτης του χωριού του στην
πολιτεία Μορέλος. Τον είχαν εκλέξει οι συγχωριανοί του για να υπερασπίζει την
κοινοτική γη, τα εχίδος, από την αρπακτικότητα των λατιφουντίων. Το κίνημα του
Μαδέρο πρόσφερε τη δυνατότητα να περάσουν στην επίθεση. Στις 29 Μαρτίου 1911,
οι επαναστάτες έριξαν μια από τις ατμομηχανές του λατιφουντίου της Τσιναμένα
πάνω στις πύλες. Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και οι άντρες του εισέβαλαν στον περίβολο,
πήραν στην κατοχή τους 40 τουφέκια, όλα τα πυρομαχικά και τα άλογα του
λατιφουντίου. Μέσα σε λίγες βδομάδες η φάλαγγα του Ζαπάτα διέθετε πάνω από
1.000 άνδρες. Ήταν οι απαρχές του «Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου». Στο
βορρά, ο Πάντσο Βίγια, πρώην γελαδάρης, λαθρέμπορος και ληστής, μπήκε
επικεφαλής της εξέγερσης.
Όταν ο Μαδέρο πήρε την εξουσία, η αστική
τάξη έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Πρότειναν δημοκρατία αλλά με το
σταγονόμετρο με το πρόσχημα ότι οι μάζες ήταν αμόρφωτες. Όσο για τη γη
πρότειναν να γίνει κάποτε διανομή. Αυτό ήταν το πρόγραμμα του Μαδέρο. Αλλά στον
νότο ο Ζαπάτα δεν είχε καταθέσει τα όπλα. Και οι ένοπλοι αγρότες άρχισαν να
μοιράζουν τη γη. Οι επιτροπές των χωριών το έκαναν χωρίς περίπλοκες νομικές
διαδικασίες. Η περιουσία όλων των εχθρών της Επανάστασης πρέπει να
εθνικοποιηθεί, αυτό ήταν το πρόγραμμα του κινήματος του Ζαπάτα και δεν υπήρχε ούτε
ένας γαιοκτήμονας που να μην ήταν εχθρός.
Οι αστικές εφημερίδες λυσσομανούσαν για τον
«Αττίλα του νότου» και τα «τρωγλοδυτικά λεφούσια» του. Και όταν ο Μαδέρο
αποδείχτηκε ανίκανος να καταπνίξει την αγροτική εξέγερση, ανατράπηκε από έναν
στρατηγό του, τον Ουέρτα, τον Φλεβάρη του 1912. Έτσι ξεκίνησε η δεύτερη, ακόμα
πιο ριζοσπαστική φάση της Μεξικάνικης Επανάστασης.
Ο «Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου»
γιγαντώθηκε. Και στο βορρά, σχηματίστηκε η πιο θρυλική επαναστατική στρατιωτική
δύναμη που μόνο ο Κόκκινος Στρατός του Τρότσκι θα την ξεπερνούσε. Η «Μεραρχία
του Βορρά» του Πάντσο Βίγια.
Η Επανάσταση έφτασε στο απόγειό της στο
δεύτερο μισό του 1914. Στις 22 Ιούνη, η Μεραρχία του Βορρά τσάκισε χωρίς έλεος
τους Ομοσπονδιακούς του Ουέρτα στην μάχη της Σακατέκας, μια πόλη που δέσποζε
στο δρόμο προς την πρωτεύουσα. Οι δυνάμεις του Ζαπάτα κινούνταν προς την ίδια
κατεύθυνση από το νότο.
Το καθεστώς του Ουέρτα έπεσε τον Αύγουστο.
Αλλά την εξουσία δεν την πήραν οι στρατοί του Βίγια και του Ζαπάτα. Τυπικά, ο
αρχηγός της «Συνταγματικής» κυβέρνησης που πολεμούσε τον σφετεριστή Ουέρτα,
ήταν ο Β. Καράνσα. Η πτέρυγα του Καράνσα αντιπροσώπευε την νέα αστική τάξη που
αναδυόταν από τα συντρίμμια της παλιάς ολιγαρχίας. Δεν ήθελε μια μασκαρεμένη
συνέχεια του παλιού καθεστώτος. Αλλά ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την κοινωνική
αλλαγή να πραγματοποιηθεί από τα κάτω.
Η Επανάσταση συνεχίστηκε, σα μια σύγκρουση
ανάμεσα στη ριζοσπαστική της πτέρυγα, με πιο συγκροτημένο το ρεύμα του Ζαπάτα,
και τους Καρανσικούς. Τον Δεκέμβρη, η Μεραρχία του Βορρά και ο Απελευθερωτικός
Στρατός του Νότου κατέλαβαν την Πόλη του Μεξικού και εγκατέστησαν την κυβέρνηση
της Συντακτικής Συνέλευσης που είχε συγκληθεί τον Αύγουστο. Ήτανε μια κυβέρνηση
σκιά.
Στην πραγματικότητα η εξουσία ήταν κενή.
Διότι δεν αρκεί να τη χάσει η ολιγαρχία και η αστική τάξη να μην έχει δυνάμεις
να τη διατηρήσει. Κάποιος πρέπει να την πάρει. Η άσκηση της εξουσίας απαιτεί
ένα πρόγραμμα. Η εφαρμογή ενός προγράμματος απαιτεί μια πολιτική. Η άσκηση της
πολιτικής απαιτεί ένα κόμμα. Τίποτα απ' αυτά δεν είχαν οι αγρότες. Οι Καρανσικοί νίκησαν. Το Σύνταγμα του 1917
που ψήφισε η κυβέρνηση του Καράνσα τον Γενάρη ήταν το πιο προχωρημένο της
εποχής. Δεν πρόβλεπε μόνο τον αναδασμό της γης, αλλά και μια σειρά εργατικά
δικαιώματα, όπως τον συνδικαλισμό, τις συλλογικές συμβάσεις, το οχτάωρο, τις
πληρωμένες άδειες. Ήταν ένα ριζοσπαστικό κείμενο που στόχο είχε να κερδίσει την
υποστήριξη των εργατών και των αγροτών. Και τα κατάφερε, λόγω της αδυναμίας των
αγροτικών ηγεσιών αλλά και της στάσης των συνδικαλιστών ηγετών που τάχθηκαν με
τον Καράνσα.
Η διαφορά ήταν πώς όλα αυτά τα ωραία αφήνονταν στα χέρια της κυβέρνησης, του κρατικού μηχανισμού και σε μεγάλο βαθμό έμειναν κενό γράμμα.
Από το 1914 μέχρι του 1919 ο Πάντσο Βίγια και ο Ζαπάτα πολέμησαν απελπισμένα τις δυνάμεις των Συνταγματικών. Στην Πολιτεία Μορέλος, ιδιαίτερα, το κίνημα έφτασε στα μεγαλύτερη ύψη: η γη καλλιεργούνταν συλλογικά από τους αγρότες, τα εργοστάσια ζάχαρης είχαν γίνει εθνικά δηλαδή λειτουργούσαν χωρίς αφεντικά και οι αγροτικές πολιτοφυλακές υπεράσπιζαν αυτές τις κατακτήσεις. Αλλά η «Κομμούνα της Μορέλος» ήταν απομονωμένη. Στο βορρά ο Βίγια είχε καταφύγει στον ανταρτοπόλεμο.
Ο Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919 και ο Βίγια το 1923. Το Μεξικό δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο όπως πριν το 1910. Στη δεκαετία του '30, ο πρόεδρος Καρντένας θα μοίραζε τη γη και θα εθνικοποιούσε τα πετρέλαια προκαλώντας την λύσσα της Αμερικής και της Βρετανίας (παρεμπιπτόντως, ήταν η μόνη κυβέρνηση που έδωσε άσυλο στον Τρότσκι). Αλλά όσο και ριζοσπαστικές, για την εποχή, και αν ήταν αυτές οι αλλαγές, στην ουσία αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης που έβλεπε στο κράτος το δρόμο για την ανάπτυξη του Μεξικού.
Ο Τζον Ριντ, συγγραφέας του βιβλίου ‘’ 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο’’ που αποτελεί την αντικειμενικότερη καταγραφή των γεγονότων της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία, σύμφωνα με τον ίδιο τον Λένιν, στο αντίστοιχο βιβλίο για το Μεξικό «Επαναστατημένο Μεξικό» καταγράφει τις ελπίδες ενός αξιωματικού του Βίγια: «Όταν κερδίσουμε την επανάσταση θα είναι μια κυβέρνηση για ανθρώπους όχι για τους πλούσιους. Προχωράμε πάνω στη γη των ανθρώπων. Προηγουμένως ανήκε στους πλούσιους τώρα ανήκει σε μένα και τους συντρόφους».
Η διαφορά ήταν πώς όλα αυτά τα ωραία αφήνονταν στα χέρια της κυβέρνησης, του κρατικού μηχανισμού και σε μεγάλο βαθμό έμειναν κενό γράμμα.
Από το 1914 μέχρι του 1919 ο Πάντσο Βίγια και ο Ζαπάτα πολέμησαν απελπισμένα τις δυνάμεις των Συνταγματικών. Στην Πολιτεία Μορέλος, ιδιαίτερα, το κίνημα έφτασε στα μεγαλύτερη ύψη: η γη καλλιεργούνταν συλλογικά από τους αγρότες, τα εργοστάσια ζάχαρης είχαν γίνει εθνικά δηλαδή λειτουργούσαν χωρίς αφεντικά και οι αγροτικές πολιτοφυλακές υπεράσπιζαν αυτές τις κατακτήσεις. Αλλά η «Κομμούνα της Μορέλος» ήταν απομονωμένη. Στο βορρά ο Βίγια είχε καταφύγει στον ανταρτοπόλεμο.
Ο Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919 και ο Βίγια το 1923. Το Μεξικό δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο όπως πριν το 1910. Στη δεκαετία του '30, ο πρόεδρος Καρντένας θα μοίραζε τη γη και θα εθνικοποιούσε τα πετρέλαια προκαλώντας την λύσσα της Αμερικής και της Βρετανίας (παρεμπιπτόντως, ήταν η μόνη κυβέρνηση που έδωσε άσυλο στον Τρότσκι). Αλλά όσο και ριζοσπαστικές, για την εποχή, και αν ήταν αυτές οι αλλαγές, στην ουσία αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης που έβλεπε στο κράτος το δρόμο για την ανάπτυξη του Μεξικού.
Ο Τζον Ριντ, συγγραφέας του βιβλίου ‘’ 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο’’ που αποτελεί την αντικειμενικότερη καταγραφή των γεγονότων της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία, σύμφωνα με τον ίδιο τον Λένιν, στο αντίστοιχο βιβλίο για το Μεξικό «Επαναστατημένο Μεξικό» καταγράφει τις ελπίδες ενός αξιωματικού του Βίγια: «Όταν κερδίσουμε την επανάσταση θα είναι μια κυβέρνηση για ανθρώπους όχι για τους πλούσιους. Προχωράμε πάνω στη γη των ανθρώπων. Προηγουμένως ανήκε στους πλούσιους τώρα ανήκει σε μένα και τους συντρόφους».
Οι ελπίδες των μαχητών του Βίγια και του
Ζαπάτα δεν πραγματοποιήθηκαν.
Όμως ένα
νέο επαναστατικό κίνημα μεγαλώνει ξανά στη Λατινική Αμερική, που μπορεί να
φτάσει στη νίκη, να δώσει την εξουσία και τον πλούτο της κοινωνίας στους
εργάτες. Να προχωρήσει δηλαδή παραπέρα από κει που διακόπηκε η Μεξικάνικη
Επανάσταση.
Το 1910, στο ξεκίνημα της Μεξικάνικης
επανάστασης, σε μια χώρα μακρυνή και στους περισσότερους Μεξικανούς άγνωστη, τη
Ρωσία, υπήρχανε ήδη αντίστοιχες εντονότατες κοινωνικές αναταράξεις ως απόρεια
των εξοντωτικών αντιλαϊκών μέτρων που εφάρμοζαν οι Τσάροι μαζί με μια ελάχιστη
μειοψηφία αστών καταπιεστών έναντι της πλατιάς μάζας. Στην ουσία αν εξαιρέσει
κανείς τις μεγάλες γεωγραφικές διαφορές και ως εκ τούτου τις διαφορές στην
παραγωγική διαδικασία των δύο κρατών τα προβλήματα ήτανε σχεδόν όμοια. Το
κυριότερο πρόβλημα ήτανε ότι και στις δύο περιπτώσεις είχαμε την ύπαρξη ενός
εξοντωτικού καπιταλιστικού κράτους που καταπίεζε το σύνολο του πληθυσμού προς
όφελός του. Απέναντί του τάχθηκαν και οι δύο λαοί, Μεξικανοί και Ρώσοι με τον
ίδιο ζήλο για μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Για το χτίσιμο μιας κοινωνίας χωρίς
εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η διαφορά ήτανε ότι στην μία περίπτωση
ηγέτες της επανάστασης ήτανε λαθρέμποροι, ζωοκλέφτες και μικροαστοί που ενώ δεν
γνωρίζανε σχεδόν τίποτε περί αναρχισμού εντούτοις σκέφτονταν και
συμπεριφέρονταν σαν αναρχικοί προσβλέποντας στην αλλαγή της κοινωνίας από τα
κάτω αλλά χωρίς την εξουσία ως πρωταρχικό μέσον ενώ στην άλλη άνθρωποι με
μεγάλη θεωρητική πείρα στον Μαρξισμό, μεγάλη τριβή στην κίνηση των μαζών και
έχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως τις κοινωνικές σχέσεις και τον διαχωρισμό της κοινωνίας
σε τάξεις.
Ασφαλώς οι ηγετικές ικανότητες των Ζαπάτα,
Βίγια και των ομοίων τους ήτανε μεγάλες. Ο λαός, ορθώς τους έβλεπε ως τους
φυσικούς του ηγέτες αλλά αυτό δεν φάνηκε να είναι αρκετό. Στην πρώτη περίπτωση
οι ηγέτες της μεξικάνικης επανάστασης εμπιστεύτηκαν την επιτυχή έκβασή της στην
αγροτιά μη μπορώντας να κατανοήσουνε ότι το μεξικάνικο κράτος ήτανε ήδη
καπιταλιστικό άρα οι εργάτες που χρησιμοποιούτανε ήτανε ήδη αρκετοί για να
συσπειρωθούνε κάτω από μια επαναστατική σημαία ενώ στην περίπτωση της Ρωσίας οι
ηγέτες της επανάστασης του 1905, αν και χωρίς αυτή να έχει επιτύχει τον σκοπό
της, είχανε μελετήσει την κίνηση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων και είχανε εμπνεύσει
αναρίθμητους εργάτες που αν και θα έδειχναν την πραγματική τους δύναμη λίγο αργότερα
εντούτοις, ορθώς, ήτανε εκείνοι στους οποίους ο Ρώσικος λαός βάσιζε όλες τις
ελπίδες του για την επιτυχία στην επόμενη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας.
Εκεί είναι και το δεύτερο ζητούμενο. Στο
Μεξικό αν και δόθηκε η δυνατότητα να καταληφθεί η εξουσία από τους αγρότες αυτό
δεν κατέστη δυνατό γιατί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες της δεν εμπιστευότανε τις
δυνάμεις τους. Βέβαια δεν είχανε κατανοήσει ότι η δύναμή τους θα ήτανε η δύναμη
του ίδιου του επαναστατημένου λαού στο σύνολό του. Από την άλλη στην Ρωσία, οι
Μπολσεβίκοι κατανοώντας πλήρως τον ιστορικό τους ρόλο βάζανε σαν μοναδικό σκοπό
να θέσουνε την εργατική τάξη στην εξουσία της Ρωσίας διαμέσου των Σοβιέτ,
κάνοντάς την κυβερνώσα τάξη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που παραθέτουμε
παρακάτω :
Την ημέρα που οι αγρότες εισήλθαν στην
πρωτεύουσα, ο Βίγια με τον Ζαπάτα επισκέφθηκαν το Εθνικό Μέγαρο. Όταν ο Βίγια
προσκάλεσε τον Ζαπάτα να καθίσει στον προεδρικό θρόνο, ο Ζαπάτα αρνήθηκε
ευγενικά και απάντησε: «Θα ήταν καλύτερα να τον καίγαμε, γιατί απ’ ότι έχω δει
όλοι όσοι έχουν καθίσει σε αυτή την καρέκλα έγιναν εχθροί του λαού».
Αφού λοιπόν οι επαναστατημένοι αγρότες, δεν
είχανε εκείνη την ηγεσία που έχοντας μελετήσει τις βασικές κοινωνικές σχέσεις
της χώρας τους και μην γνωρίζοντας να κάνουνε τακτικούς ελιγμούς, όπως ο Λένιν
και οι σύντροφοί του, δεν μπορούσανε να οργανωθούνε. Ο τόσο σημαντικός για τους
μαρξιστές ρόλος του κόμματος σε μια επανάσταση και η οργάνωση των πλατιών μαζών
κάτω από μια γνήσια επαναστατική σημαία ενώ στη Ρωσία άρχισε από τα 1905 κιόλας
να κερδίζει έδαφος με τα όποια προβλήματά του, τις διασπάσεις του, τις
αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του για τους Μεξικανούς δεν υφίστατο. Οι αγρότες,
από την άλλη, ακόμα κι αν είχανε κάπου να οργανωθούνε δεν θα ήτανε αρκετά
δυνατοί χωρίς την παρουσία, στην επαναστατική πάλη, του Μεξικανικού προλεταριάτου
όπως κι αν ήτανε αυτό τοποθετημένο και όση κι ήτανε η φυσική του δύναμη.
Ασφαλώς δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε τις
διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη η επανάσταση στις δύο περιπτώσεις.
Ασφαλώς όμως αυτό που θα έκανε τις δυο περιπτώσεις να μοιάζουνε όμοιες στα
βασικά τους σημεία, μετά από την ιστορική εμπειρία αυτών των επαναστάσεων, όπως
και μιας σειράς άλλων, όλων γνωστών, είναι η θεωρία της διαρκούς επανάστασης
που ανέλυσε ο Λ.Τρότσκι και που τα χρόνια που μεσολάβησαν μας δίδαξαν και
συνεχίζουνε να μας διδάσκουνε ολοένα και περισσότερο την αναγκαιότητά της.
Για μας τους Τροτσκιστές δεν υπάρχει άλλος
δρόμος πέρα από την αρχή της επανάστασης σε μια χώρα, με ηγέτη το εργατικό επαναστατικό
της κόμμα και το οποίο θα συσπειρώνει όλα τα πρωτοποριακά στοιχεία των εργατών
που μαζί με τους αγρότες θα ανάβουνε την φωτιά της επανάστασης και στα άλλα
σημεία του πλανήτη. Αποβάλλοντας όλο τον μικροαστισμό, όπως κι αν ονομάζεται
αυτός και σε όλες τις εκφάνσεις του, σύμφωνα με ένα γνήσιο μαρξιστικό πρόγραμμα,
από την αραβική χερσόνησο μέχρι την Λατινική Αμερική και από την Ευρώπη μέχρι
το Μεξικό, όπου 100 χρόνια μετά την επανάσταση ελάχιστα προβλήματα έχουνε λυθεί
οι επαναστάσεις που έτσι κι αλλιώς γίνονται και θα συνεχίσουνε να γίνονται θα
έχουνε τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας οδηγώντας τους λαούς στον δρόμο
μιας πανανθρώπινης κοινωνίας χωρίς εθνικισμό, βαρβαρότητα, πόλεμο και
εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο. Τον δρόμο του πανανθρώπινου ελευθεριακού
κομμουνισμού.
Σ.Μ., μέλος
του ΕΕΚ στο Βόλο