(αναδημοσίευση από Νέα Προοπτική/φύλλο 538)
Χαμογέλα ρε,
σαλπάρουμε..
Μοναξιά,
συντροφιά, συντροφιά, μοναξιά και η ζωή να παίζει τα ρέστα της απέναντι στην
ιστορία σε κάθε παράγραφο. Απ΄το σύρμα του Μακρονησιού κάνεις ρεσάλτο στα
καραβάκια του Θερμαϊκού ένα ανοιξιάτικο απόγευμα. Απ΄το ξενύχτι για το σύντροφο
που παίρναν για εκτέλεση κι εκείνο το τρομερό «γειά σας αδέρφια», ξυπνάς στο
στήθος μιας Αφροδίτης, Σμυρνιάς. Απ΄την παράνοια της καθοδήγησης, αράζεις στην
παρέα των ξηγημένων ποινικών. Όλα αυτά ωμά, χωρίς φτιασίδια, όπως τα λες στον
κολλητό σου. Άλλωστε πόσα φτιασίδια μπορείς να βάλεις όταν σε κοιτάζει η μάνα
σου σε επισκεπτήριο μελλοθανάτων; Δε χρειάζεται,
η ιστορία, η ιστορία του ανθρώπου και του λαού, αναβλύζει από παντού στο
σημαδεμένο κορμί σου γιατί επέλεξες να ζήσεις μέσα της. Από πολύ πιτσιρικάς
μάλιστα, απ΄την αιματηρή απεργία των καπνεργατών στην Καβάλα, όταν κυνήγησαν
τους γονείς σου. Μια ζωή σε δεύτερο πρόσωπο, στη διαρκή αναζήτηση του άλλου,
ακόμα ή μάλλον κυρίως στην απομόνωση και στο ψυχιατρείο. Κι όταν προδομένος κι
απογοητευμένος αποφάσισες να την κάνεις, έγραψες με τον ίδιο τρόπο. Η ανάγκη να
μιλάς σε κάποιο δικό σου. Άλλες φορές ζητάς απάντηση κι άλλες πετάς μπουκάλια
στον ωκεανό. Όπως και να ‘χει, όσο κι αν σου σακάτεψαν το όνειρο με τρόπο σκληρό
και πόνο αφόρητο, το απόλυτο αίτημα της ζωής που φώναζες στα δεκαεφτά σου, «δεν
υπογράφω κουφάλες, σκοτώστε με», άφηνε το αποτύπωμα της ελπίδας πάνω και στην
πιο μαύρη σκέψη, στην πιο οδυνηρη στιγμή. Η πίστη σου στους νέους Αργοναύτες
όπως έλεγες, που θα βγούν από τις σπηλιές απαιτώντας Δικαιοσύνη. Όταν οι
υψηλότερες πράξεις και θυσίες για την αλλαγή του κόσμου στέκονται δίπλα με το
τρακ μπροστά σε μια όμορφη γυναίκα, τότε κι εμείς οφείλουμε να χύνουμε λίγο
κρασάκι στο πάτωμα για τους απόντες. Στο καλό Χρόνη Μίσσιε..
Μιχάλης